- θριδακηίς
- θριδακηΐς, ἡ(Α)(για φυτό) ως επίθ. αυτή που μοιάζει με μαρούλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίδαξ, -ακος, με ποιητικό σχηματισμό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θρίδαξ — θρίδαξ, ακος, ἡ (Α) το μαρούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για δάνειο προελληνικής προελεύσεως, ενώ άλλοι συνέδεσαν τη λ. με το θρίον «φύλλο συκιάς», με σχηματισμό κατά το οίδαξ «αγριόσυκο». ΠΑΡ. θριδακίνη, θριδάκιο(ν)… … Dictionary of Greek